- ἐκτεινομένῃ
- ἐκτείνωstretch outpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτεινομένη — ἐκτείνω stretch out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
πληθοχορεία — ἡ, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκτεινομένη χορεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + χορεία «χορός»] … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
σάγκα — και σάγα και ζάγκα, η, Ν ονομασία λογοτεχνικού είδους τής βόρειας Ευρώπης στο οποίο συγκαταλέγονται μύθοι και θρύλοι, βίοι αγίων, ηθοπλαστικές ιστορίες, παραλλαγές ξένων μυθιστοριών και αφηγήσεις τής ιστορίας τής Ισλανδίας και τής Σκανδιναβίας,… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek